- θεόγραφος
- θεόγραφος, -ον (AM)ο γραμμένος ή ζωγραφισμένος από τον θεό, ο θεόγραπτος.επίρρ...θεογράφως (Μ)σαν να τό είχε γράψει ο ίδιος ο θεός («τό Σεπτόν Σύμβολον oἱ σεπτοὶ πατέρες θεογράφως διεχάραξαν»).[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -γραφος (< γράφω), πρβλ. ά-γραφος. Τα προπαροξύτονα συνθ. σε -γράφος έχουν παθητική σημασία, ενώ τα παροξύτονα ενεργητική (πρβλ. θεογράφος)].
Dictionary of Greek. 2013.