θεόγραφος

θεόγραφος
θεόγραφος, -ον (AM)
ο γραμμένος ή ζωγραφισμένος από τον θεό, ο θεόγραπτος.
επίρρ...
θεογράφως (Μ)
σαν να τό είχε γράψει ο ίδιος ο θεός («τό Σεπτόν Σύμβολον oἱ σεπτοὶ πατέρες θεογράφως διεχάραξαν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -γραφος (< γράφω), πρβλ. ά-γραφος. Τα προπαροξύτονα συνθ. σε -γράφος έχουν παθητική σημασία, ενώ τα παροξύτονα ενεργητική (πρβλ. θεογράφος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θεογράφος — θεογράφος, ον (Μ) αυτός που γράφει για τον,θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γράφος (< γράφω), πρβλ. ζωγράφος κακο γράφος] …   Dictionary of Greek

  • богописаныи — (1*) пр. Написанный, начертанный богом: на законъ б҃ии вполчаѥши(с). на скрижали б҃описаны˫а ГБ XIV, 135г; ϑεόγραφος Срезн., I, 134 …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

  • ԱՍՏՈՒԱԾԱԳՐԵԱԼ — (ա.) NBH 1 0322 Chronological Sequence: 8c θεόγραπτος, θεόγραφος a deo scriptus Գրեալ ՅԱտուածոյ, կամ ʼի նմանութիւն այսինքն. *Աստուածանման եւ աստուածագրեալ միտք. Դիոն. եկեղ. ՟Դ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”